- εμπνευματωσις
- ἐμπνευμάτωσιςἐμ-πνευμάτωσις-εως ἥ вспучивание, вздутость (sc. τῆς μήτρας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐμπνευμάτωσις — blowing up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευματώσει — ἐμπνευμάτωσις blowing up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐμπνευματώσεϊ , ἐμπνευμάτωσις blowing up fem dat sg (epic) ἐμπνευμάτωσις blowing up fem dat sg (attic ionic) ἐμπνευματόω inflate aor subj act 3rd sg (epic) ἐμπνευματόω inflate fut ind mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευματώσεις — ἐμπνευμάτωσις blowing up fem nom/voc pl (attic epic) ἐμπνευμάτωσις blowing up fem nom/acc pl (attic) ἐμπνευματόω inflate aor subj act 2nd sg (epic) ἐμπνευματόω inflate fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευματώσεσι — ἐμπνευμάτωσις blowing up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευματώσεσιν — ἐμπνευμάτωσις blowing up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευμάτωσιν — ἐμπνευμάτωσις blowing up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπνευμάτωση — η (AM ἐμπνευμάτωσις) 1. πλήρωση με αέρα, γέμισμα 2. η συλλογή αερίων μέσα στις φυσικές κοιλότητες τού οργανισμού … Dictionary of Greek
ἐμπνευματώσεων — ἐμπνευματώσεω̆ν , ἐμπνευμάτωσις blowing up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνευματώσεως — ἐμπνευματώσεω̆ς , ἐμπνευμάτωσις blowing up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)